ἀναξύω

ἀναξύω
ἀναξύω [pron. full] [ῡ],
A scrape up or off,

τὰ ἐν τῇ γῇ ὄντα [σημεῖα] ἀναξῦσαι Antipho 5.45

:—[voice] Pass., ἀναξυομένης τῆς γῆς being scraped up by fishermen dredging, Arist.HA569b7, cf. 603a23;

ἀναξυσθέντες

having the surface scraped off,

Plu.Publ.15

; to be scraped down, Orib.Fr.99.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναξύω — (Α ἀναξύω) νεοελλ. ξύνω εκ νέου ή συνεχώς αρχ. 1. αφαιρώ με ξύσιμο, αποξύω, απαλείφω·. ξαναξύνω, ανανεώνω …   Dictionary of Greek

  • προσαναξύομεν — προσαναξύ̱ομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up pres ind act 1st pl προσαναξύ̱ομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξύσῃ — ἀναξύ̱σῃ , ἀναξύω scrape up aor subj mid 2nd sg ἀναξύ̱σῃ , ἀναξύω scrape up aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέξυον — ἀνέξῡον , ἀναξύω scrape up imperf ind act 3rd pl ἀνέξῡον , ἀναξύω scrape up imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσαναξύω — Α αποξέω επιπροσθέτως, εξαλείφω κάτι ακόμη με ξύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναξύω «αφαιρώ με ξύσιμο, αποξύω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναξύσομεν — προσαναξύ̱σομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up aor subj act 1st pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυομένης — ἀναξῡομένης , ἀναξύω scrape up pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυούσης — ἀναξῡούσης , ἀναξύω scrape up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυσθείσῃ — ἀναξῡσθείσῃ , ἀναξύω scrape up aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξυσθέντος — ἀναξῡσθέντος , ἀναξύω scrape up aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”