αναξύω — (Α ἀναξύω) νεοελλ. ξύνω εκ νέου ή συνεχώς αρχ. 1. αφαιρώ με ξύσιμο, αποξύω, απαλείφω·. ξαναξύνω, ανανεώνω … Dictionary of Greek
προσαναξύομεν — προσαναξύ̱ομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up pres ind act 1st pl προσαναξύ̱ομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξύσῃ — ἀναξύ̱σῃ , ἀναξύω scrape up aor subj mid 2nd sg ἀναξύ̱σῃ , ἀναξύω scrape up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέξυον — ἀνέξῡον , ἀναξύω scrape up imperf ind act 3rd pl ἀνέξῡον , ἀναξύω scrape up imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
προσαναξύω — Α αποξέω επιπροσθέτως, εξαλείφω κάτι ακόμη με ξύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναξύω «αφαιρώ με ξύσιμο, αποξύω»] … Dictionary of Greek
προσαναξύσομεν — προσαναξύ̱σομεν , πρόσ ἀναξύω scrape up aor subj act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξυομένης — ἀναξῡομένης , ἀναξύω scrape up pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξυούσης — ἀναξῡούσης , ἀναξύω scrape up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξυσθείσῃ — ἀναξῡσθείσῃ , ἀναξύω scrape up aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξυσθέντος — ἀναξῡσθέντος , ἀναξύω scrape up aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)